- χολοβάφινος
- χολοβάφινοςdyed bile-colourmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολοβάφινος — ίνη, ον, ΜΑ [χολόβαφος] ο βαμμένος σε χολή ή σε βαφή που μοιάζει με χολή, αυτός που έχει το χρώμα τής χολής, πρασινωπός … Dictionary of Greek
χολοβάφινον — χολοβάφινος dyed bile colour masc acc sg χολοβάφινος dyed bile colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοβαφίνη — χολοβάφινος dyed bile colour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοβαφίνῳ — χολοβάφινος dyed bile colour masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοβάφινα — χολοβάφινος dyed bile colour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοβαφής — ές, Α χολοβάφινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο βαφής] … Dictionary of Greek